- αγορανόμιος
- ἀγορανόμιος, -ον *(Α)[ἀγορανόμος] αυτός που βρίσκεται στην αγορά, ο αγοραίος «ἀγορανόμιος περίπατος» (Inscriptiones, 4.504).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγορανόμος — Άρχοντας στην αρχαία Ελλάδα, που είχε καθήκον του την επίβλεψη της λειτουργίας των αγορών. Στην Αθήνα οι α. ήταν δέκα και εκλέγονταν με κλήρο για έναν χρόνο, ένας από κάθε φυλή. Ο επικεφαλής τους λεγόταν πρέσβυς. Α. υπήρχαν επίσης και στην… … Dictionary of Greek
ἀγορανομίου — ἀγορανόμιον court neut gen sg ἀγορανόμιος of masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγορανομίῳ — ἀγορανόμιον court neut dat sg ἀγορανόμιος of masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)